στεγάζω

στεγάζω
μετ.
1) крыть, покрывать крышей; 2) давать приют, кров; предоставлять жилище, обеспечивать жильём;

στεγάζομαι

1) — получать приют, кров; — получать жильё;

2) поселяться (о человеке); размещаться, помещаться;

στεγάζομαι υπό σκηνάς — размещаться в палатках;

τό κουρείο στεγάζεται σ' αυτό το σπίτι — парикмахерская находится в этом доме


Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Смотреть что такое "στεγάζω" в других словарях:

  • στεγάζω — cover pres subj act 1st sg στεγάζω cover pres ind act 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στεγάζω — στεγάζω, στέγασα βλ. πίν. 35 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • στεγάζω — ΝΜΑ [στέγη / στέγος] κατασκευάζω στέγη, καλύπτω με στέγη (α. «το κτήριο δεν έχει στεγαστεί ακόμη» β. «στεγάσαι τοὺς οἴκους οὓς ἐξωλόθρευσαν βασιλεῑς Ἰούδα», ΠΔ γ. «στεγάζειν γείσεσιν λιθίνοις», επιγρ.) νεοελλ. 1. εγκαθιστώ σε οίκημα, σε κατάλυμα… …   Dictionary of Greek

  • στεγάζω — στέγασα, στεγάστηκα, στεγασμένος 1. καλύπτω κάποιο χώρο με στέγη: Δεν έχουν στεγάσει ακόμη το σπίτι. 2. δίνω σε κάποιον σπίτι να μείνει: Στεγάστηκαν οι σεισμόπληκτοι …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἐστεγασμένα — στεγάζω cover perf part mp neut nom/voc/acc pl ἐστεγασμένᾱ , στεγάζω cover perf part mp fem nom/voc/acc dual ἐστεγασμένᾱ , στεγάζω cover perf part mp fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στεγάζει — στεγάζω cover pres ind mp 2nd sg στεγάζω cover pres ind act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στεγάζομεν — στεγάζω cover pres ind act 1st pl στεγάζω cover imperf ind act 1st pl (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στεγάζοντα — στεγάζω cover pres part act neut nom/voc/acc pl στεγάζω cover pres part act masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στεγάζουσι — στεγάζω cover pres part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) στεγάζω cover pres ind act 3rd pl (attic epic doric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στεγάζουσιν — στεγάζω cover pres part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) στεγάζω cover pres ind act 3rd pl (attic epic doric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στεγάσομεν — στεγάζω cover aor subj act 1st pl (epic) στεγάζω cover fut ind act 1st pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»